- νοσογραφία
- η нозография
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
νοσογραφία — η 1. επιστημονική περιγραφή και ταξινόμηση τών νόσων 2. σύγγραμμα που περιγράφει μία ή περισσότερες νόσους. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. nosography < νόσος + γραφία (< γράφος). Η λ. μαρτυρείται από το 1811 στον Ιωάννη Ασάνη] … Dictionary of Greek
νοσογραφικός — ή, ό αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη νοσογραφία. επίρρ... νοσογραφικώς με νοσογραφικό τρόπο. [ΕΤΥΜΟΛ. < νοσογραφία. Η λ. μαρτυρείται από το 1857 στον Θ. Αφεντούλη] … Dictionary of Greek
νοσογράφος — ο, η επιστήμονας ο οποίος ασχολείται με τη νοσογραφία. [ΕΤΥΜΟΛ. < νόσος + γράφος (< γράφω). Η λ. μαρτυρείται από το 1843 στον Κ. Ασώπιο] … Dictionary of Greek
νόσος — Παθολογική διαδικασία, που προσβάλλει ένα μέρος ή ολόκληρο τον οργανισμό· προκαλείται από εσωτερικά ή εξωτερικά αίτια και στην εξέλιξη της συμμετέχει η τοπική και γενική αντίδραση του ατόμου. Μια παραμόρφωση, μια συγγενής μεταβολική διαταραχή,… … Dictionary of Greek
Πινέλ, Φιλίπ — (Pinel, 1745 – 1826). Γάλλος γιατρός, θεμελιωτής της επιστημονικής ψυχιατρικής στη Γαλλία. Σπούδασε διαδοχικά στη φυσικομαθηματική σχολή της Τουλούζης και στην ιατρική σχολή του πανεπιστήμιου του Μονπελιέ. Στη συνέχεια άσκησε το επάγγελμα του… … Dictionary of Greek